- μακρολογίᾳ
- μακρολογίαι , μακρολογίαlength of speechfem nom/voc plμακρολογίᾱͅ , μακρολογίαlength of speechfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακρολογία — μακρολογίᾱ , μακρολογία length of speech fem nom/voc/acc dual μακρολογίᾱ , μακρολογία length of speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολογία — η (AM μακρολογία) [μακρολόγος] 1. μακρά, διεξοδική ομιλία, μακρηγορία 2. απεραντολογία, πολυλογία … Dictionary of Greek
μακρολογία — η 1. η μακρηγορία. 2. η περιττολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρολογίας — μακρολογίᾱς , μακρολογία length of speech fem acc pl μακρολογίᾱς , μακρολογία length of speech fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολογίαν — μακρολογίᾱν , μακρολογία length of speech fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολογίαις — μακρολογία length of speech fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
μακρηγορία — η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) [μακρηγορώ] μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία … Dictionary of Greek
μακρηγόρημα — μακρηγόρημα, τὸ (Μ) [μακρηγορώ] μακρηγορία, μακρολογία … Dictionary of Greek
μακρολεξία — μακρολεξία, ἡ (Μ) μακρολογία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρόλεκτος] … Dictionary of Greek